"Η Κλινήρης Δευτέρα" - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΑΠΟΥΝΤΖΗ


Κι όπως κρυμμένη στο δεξί της
πήγαινα
                            μαύρο καρφί μαύρο
                            φιλί
                            μες στην αντίστροφη
                            χοάνη των Ωρών
χτυπώντας με από αστράγαλο
σε αστράγαλο
με απανωτά κύματα τρυφερότητας
με ξέβρασε
σε άσπρο σεντόνι.


Οι τελευταίες μέρες έχουν πολλά να πουν του
Μέλλοντος οι κόρες άδειες σφηνωμένο στις γνώθι σαυτό
γωνίες εγκυμονεί και βγαίνουν κίνδυνοι Με φοβούνται
σα θεόσταλτη λάμια λάφυρο τα οστά μου θα χτίσουν

Τρυπώνει κάτω από τα όργανα
ανασηκώνει τους πνεύμονες αναστέλλοντας
τις σκοτεινές μου
λειτουργίες.
Αλίμονο σ' αυτούς που φεύγουν πάντα πρώτοι.
Ναρκοθετούμαι και λέω :



Και στην επιφάνεια ανήρχοντο
γένη άγνωστα
μέλη εφύτρωναν αυτόνομα
στα δέντρα
κρεμασμένα
σημαίναν.

και κανείς δεν εγνώρισεν
τα σήματα.


               Ο μικρός μοναχός
στη βελόνα πέρασε
φωνήεν στόμα
κι έλεγε
παραμύθι του Ερωτόκαστρου.



Λόγο λαλώ αιμάσσοντα
και αγροίκο
που ήθελε πει ο Ονειρευτής
απόρων ιδιωμάτων
λαλώ το λόγο που έζησα
γητεύτρα κόρη που κεντά
μάτια πουλιά και φίδια

Λόγο λαλώ εγώ
που - όντας παιδί - τέσσερα είχα μάτια.



Ότι μου ανήκει αρσενικό.
Δύστοκη -
το' χω κρυμμένο κάτω από τη γλώσσα.
Θα μου γεννήσει
δύο μεγάλα ωραία στρογγυλά αυγά
αποσιωπητικά μιας φράσης
βαρυσήμαντης.



              Ο μικρός μοναχός
δεν έχει ράσο.
Τη νύχτα εκείνη
το φύλλωμά του πέφτει
κι ανθίζει στη μέση ανθός
Τρόμου.

Και λέει :
Αιμοφιλικά καμώματα
Το κεφάλι μου τείνει στο άπειρο.
Θα εκδικηθώ.
Ποιο δέντρο αθώο
όταν τα κυπαρίσσια έχουν τέτοιο σχήμα ;




Φταίει το λιβάνι.
Οι κοπτήρες υποχωρούν.
Η γλώσσα σταδιακά επιμηκύνεται.
Ορίζει επικράτεια και εγκαθίσταται.

Φθόγγοι ανάπηροι παραφέρονται.
Καμία εξουσία στη φωνή μου.
Αυτή κυλιέται στα σκοτάδια
η ξετσίπωτη -

                           Τώρα θα πει για όλα :



Πού Αλεξανδρινός Εραστής γίνομαι.
Περπατώ στα φωτισμένα λίγο.
Στους γνωστούς υποκρίνομαι μύωψ
Καραδοκώ γωνίες και σε άγνωστο αποκαλύπτω :


Με ένα πλοίο πηγαίναμε
οδηγούσε το ακρόπρωρο στο μαύρο
ζώστηκα σπαθί να πολεμήσω
ήρθε και στο στόμα βαμβάκι μου έβαλε
κι όπως έτοιμος ήμουν να πω
Δεν την αντέχω πια την παρθενία
άνεμος Κυρίου μας ξενίτεψε
κι άλλο δεν είδα.



(Μασώντας την αγάπη αργά
κατάπινα κομμάτια απ' τα νεφρά
τους ώμους και τις κλείδες.
Το σώμα άφτερο βιαζόταν.
Φορούσα τότε μόνο μια εποχή
Τίποτα
δεν κρατούσα)



             Ο μικρός μοναχός
πίνει γη
και μεθάει θανάτους.

Σκοτεινά μέλη τρέφω
Το Μέγα Έσχατον
κυοφορώντας.


Και ιδού
Εγώ που κλέβοντας πορεύομαι
την ταπεινότητα
την άλλη μου ζωή τη ζω
Αγίας Λογικής ποτίζοντας τις γλάστρες
και να μετρήσω τα κεριά μου δέομαι
 - και δεν γίνεται.

Εξαπατώντας
εκ δεξιών θα εμφανιστώ
και σε μεστή δόξα θα ανατείλω.



Τότε ήταν που ελληνικά μίλησε
ο μικρός μοναχός

Σε τοίχους χτυπάω - έλεγε -
και οιδίπους
φτάνω πάντα τελευταίος.
Τρώω ξινά και νοσταλγώ
τα μητρικά της κανακέματα.



Φόβος με ορίζει
και τον βλέπω

Υπέργηρος
γυρίζει
Νύχτες διαρκώντας
Ο Αόρατος
και δεν
                  σαλεύει
                  παραμονεύει
που προσπαθώ να κλείσω
τα μάτια του διχτυού.



Κι ας πάμε
                  είπε πάλι
να το δούμε και τούτο
και πάλι, είπε πάλι,
ας το ξεχάσουμε.
Έμβρυος θάνατος
δημιουργεί στα ρήματα
προσχώσεις.

Η γλώσσα εγώ και εσύ
το απαρέμφατο.



Λέγοντας "μήλο"
γυρίζει προφητεία
και ονομάζει
τα νερά Μαρία Άννα
και Μαρία την εξ ουρανού
κι έπειτα τέλος Πηνελόπη
αγέννητη.
Ήσυχος βαδίζει τις εικόνες
και μία μία ανέπαφη
τοποθετεί.



Ήτανε όταν είχε εκείνος
αρρωστήσει.
Έκοβα και έκαιγα πληγές
για μεροκάματο :
Τραύματα από γονυκλισίες
 - ιδίως πίσω από τα μάτια.
Εκεί ήταν που βύζαινε τα βράδια
μικρή σαλαμάνδρα.
Την έδιωχνα με οργή.
Κρυβόταν.

Σε κλαίω ωραίο ερπετό
που δεν με γεύτηκες.
Στα ποτάμια που κυλάς πνιγμένο
θριαμβεύω.



(Από άτακτο σωρό επιφωνημάτων
επιλέγει ευάν
                 και αν οι ρώγες των
                                 ματιών μου
ευδοκήσουν
                     ανασταίνεται)



                  Ο μικρός μοναχός
μίλησε ημέρα Πάσχα
λόγια πράσινα ανοιχτά.

Με το κεφάλι στις τσέπες
 τέτοια ώρα Νύχτα τον είδανε
που έτρωγε
                   πέντε ψωμιά
και δώδεκα ιχθύς.
                    (Σήμερα, ναι, που είμαι
                     η πιο ειλικρινής απόσταση)


Κρατάει στα δόντια του μαχαίρι
γδύνεται την πλώρη του μπαλκονιού
και ονειρεύεται σκυλιά.

Ο Θεός αφή
στα κενά του χρόνου.

Είπε τότε
Και δεν πάτε για ίσκιους ;
Λαγωνικό δεν γίνομαι.



Κι ανάμεσα ψέλνει ψαλμούς τους κόκκινους
και λέει

Σε ποτίζω τα φυτά να κοιμηθείς
η ξωτικιά στα βλέφαρα χτικιάζει
μικρή ναυαγισμένη
και πριν προλάβει
της τα χτένισα
χάι - και που να πάει
δεν ήξερε.



Κι έπειτα

Χώρος δεν ορίζεται
Παράθυρο τυφλό
χωρίς συμμετοχή
στα τεκταινόμενα εντός του.

Ρέουσα και απολογούμενη
θριαμβεύω επί των απίστων.

Δεν μυρίζει η Νύχτα
Ο Χρόνος δεν μυρίζει
Ο Τόπος ήτανε καρπός
δεκατριών ανέμων.



Άναρθρα ορκίζεται

Απεταξάμην χρόνο
ενύπνιους τρόμους ντύνομαι
και βγαίνω
μάτι οικόσιτο.

Εκούσια σαύρα ζω και ποτέ δεν
αρνήθηκα την ευθύνη.

Και στα πλευρά σου απεκδύθηκα
την Αμαρτία.
Εγώ είμαι τα κοιλώματα που ψάχνοντας
δεν βρίσκω παρά μόνο Εαυτούς μου.



Σήμερα έτος Κυρίου περασμένο
με όποιον κι αν συνομιλώ
του αποδίδω και τα του Καίσαρος
και τα δικά μου.
Βαριά οδύνη με λιώνει
πως θα περάσω τους αιώνες
χωρίς Κόλαση.



Το άλογό μου τρώει
λιθάρια άλογα
και θαύματα
ο Διγενής στους Απελάτες.

Ανδροβόρα μετάληψη
και παρθένα σα λέξη
φέγγω
ο μικρός μοναχός.



Και λέει

Κτήριο είσαι
που πετάς την άνοιξη παράθυρα.

Αναίτια υπάρχει ο Χρόνος
αφού εγώ τώρα κοιμάμαι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΝΗΣΩ

 Από τα τέλη Ιουλίου 2021 κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία της Αθήνας : το πρώτο μυθιστόρημά μου με τίτλο " ΝΗΣΩ " από τις Εκδόσεις ΜΑΡ...