Τετάρτη 25 Αυγούστου 2021

ΝΗΣΩ

 Από τα τέλη Ιουλίου 2021 κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία της Αθήνας : το πρώτο μυθιστόρημά μου με τίτλο " ΝΗΣΩ " από τις Εκδόσεις ΜΑΡΑΘΙΑΣ.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου : " Ο Αχιλλέας, ένας μεσήλικας αστός, ζει με τη γυναίκα του στην Αθήνα κι εργάζεται ως υπάλληλος υπουργείου. Μετά από καιρό, ο Αχιλλέας θα επιστρέψει στο νησί των παιδικών του χρόνων, για οικογενειακής φύσεως θέματα και τότε το όνειρο και οι νησιώτικοι θρύλοι θα ανακατευτούν με τους παλιούς ήρωες του νησιού και θα τον οδηγήσουν, μέσα από συνταρακτικά και απρόσμενα γεγονότα, στη μοιραία ανακάλυψη της δικής του τραγικής ιστορίας και των παιχνιδιών που παίζει πάντα στον άνθρωπο η μοίρα και ο έρωτας.

"..... και θα περιπλανιέται έτσι αέναα κι αβέβαια στο νησί αυτό, σ' αυτό που έζησε η Νησώ τον μεγάλο ανίερο έρωτά της..... και τότε θα του αποκαλύψει η ίδια την αλήθεια, γιατί η Νησώ δεν πέθανε, δεν τη σκότωσε θεός, στοίχειωσε για να εξυμνεί τον έρωτα σε αυτούς που αναζητούν τα μυστικά του.". 




Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2021

Τί τα θες ;





 Με τα πολλά, τι τα θες ;

Δίψασα

Πάντα ακόρεστη θα’ ναι αυτή η δίψα

Να καίει τα σωθικά στη μέση μιας ερήμου

Ο νόστος της ανάμνησης

Του πρώτου κλάματος του πρώτου σου φιλιού


Τι τα θες ; μην επιστρέφεις πίσω στα παλιά

Τη δίψα σου εκεί δεν θα τη σβήσεις

Το νεροπότηρο εδώ

Στη μέση δεν το βλέπεις ;

Δεν άδειασε, γεμάτο είναι ακόμη

Γεμάτο στη μέση με ζωή

Προσμένοντας μονορούφι να το πιείς

Άπληστα να μεθύσεις. 

Δ.Σ.

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2021

AYTO ΠOY EIMAI ....

                  


 Αυτό που είμαι

    Πάντα στο τέλος το βρίσκω

Αυτό που ήμουν

                     Το είχα πάντα

Το έψαχνα κατά καιρούς σε βαλίτσες και πατάρια

                        Σφραγισμένα

Χωρίς οξυγόνο, κενά κι απάτητα

                         Όπως σε όνειρο

Αραχνιασμένο και βλοσυρό


...............

Αυτό που θα’ ρθει, 

                             Το ξέρω

Θα’ ρθει 

                 γιατί ήμουν παρών 

σ’ αυτό που ψάχνω

                         είσαι 

σ’ αυτό που ψάχνεις 

                      ήμουν

εσένα κι εμένα  έψαχνα πάντοτε 

                        να βρω.



Δ.Σ.

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

ΠΟΙΗΣΗ




Δύο ποιήματα

Σ’ ένα παράλληλο σύμπαν οδηγούμαι
Δυο ζωές τυλιγμένες άτακτα σε μία
Συσκευασμένο δώρο με δυο κορδέλες χρώματα
Την άσπρη που γνέθει τη ζωή, την υφαίνει
Η άλικη που αιμορραγεί τα ανομολόγητα

Κάθε φορά που φέρνει το σκοτάδι
βυθίζομαι σε μονοπάτια ονειρικά
Κρατώ τότε σπαθί, αυτό με τη δίκοπη λεπίδα
Στη μια του κόψη με τα χρόνια ίνες λευκές έχει γεμίσει
Στην άλλη του, τα πάθη αναζητούν αδιάκοπα το λυτρωμό.

Και πάντα με το ξημέρωμα,
Ιδρωμένα οράματα ιχνογραφούν κορμιά
Τσακισμένα αποτυπώματα σε νυχτερινό σεντόνι
Απέλπιδα προσπάθεια για λησμονιά
Κορμιά ασάλευτα, βουβά,
ανηλεώς ερωτευμένα.

.........................................................

Κοιτάζω τις κόρες των ματιών σου
Με βλέμμα αδιάκριτο το είδωλο παραμορφώνω
Ψάχνω στα κατάβαθα να βρω ποιος είναι
Τον γνωρίζω τάχα εξ όψεως, μου είναι όμως άγνωστη μορφή
Όπως άγνωστη παραμένει
Και η αιτία αυτής της παραμόρφωσης.

Συνήθισα με τον καιρό
Να ξορκίζω εκεί που κάποτε μαρτύρησα το όνομά σου
Στα μάτια σου ανταμώνομαι
Και προσπαθώ να θυμηθώ......
Αγάπη θαρρώ την λέγανε
Και τώρα Λησμονιά.

Δ.Σ.

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

"ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ"

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

Από τη νέα ποιητική συλλογή της "Άνω τελεία"



Τηρώ Χρέος,
το κατά δύναμιν τις εντολές σου
τα δύσκολα Πρέπει σου.

Υπάκουες δείχνουν οι σκέψεις
αλλά όρκο δεν παίρνω
μια και έχουν την άνεση
να παραβαίνουν εν κρυπτώ.

Αλλά τις πράξεις μου
πώς να τις δαμάσω ;
Βγαίνουν έξω κόσμο συναντούν
γείτονες πειρασμούς
να μην κοντοσταθούν ;

Μα φταίνε κι οι εντολές σου
ούτε πλήρεις ούτε ξεκάθαρες είναι.

Για παράδειγμα :
Πρέπει να είναι πιστή η αγάπη ;

Κι αν δεν είναι, εμείς τί πρέπει ;
με σταυρωμένα τα χέρια
ν ' αγαπάμε ;

Κυριακή 14 Αυγούστου 2016

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ - ΠΟΙΗΣΗ




Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

Ὁ ἔρωτας,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
πολὺ οὐσιαστικόν,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
γένους οὔτε θηλυκοῦ, οὔτε ἀρσενικοῦ,
γένους ἀνυπεράσπιστου.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.


Ὁ φόβος,
ὄνομα οὐσιαστικὸν
στὴν ἀρχὴ ἑνικὸς ἀριθμὸς
καὶ μετὰ πληθυντικὸς
οἱ φόβοι.
Οἱ φόβοι
γιὰ ὅλα ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.


Ἡ μνήμη,
κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
καὶ ἄκλιτη.
Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη.


Ἡ νύχτα,
Ὄνομα οὐσιαστικόν,
Γένους θηλυκοῦ,
Ἑνικὸς ἀριθμός.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
Οἱ νύχτες.
Οἱ νύχτες ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.




ΜΙΑ ΜΕΤΕΩΡΗ ΚΥΡΙΑ

Βρέχει...
Μία κυρία ἐξέχει στὴ βροχὴ
μόνη
πάνω σ᾿ ἕνα ἀκυβέρνητο μπαλκόνι.
Κι εἶναι ἡ βροχὴ σὰν οἶκτος
κι εἶναι ἡ κυρία αὐτὴ
σὰν ράγισμα στὴ γυάλινη βροχή.
  Τὸ βλέμμα της βαδίζει στὴ βροχή,
βαριὲς πατημασιὲς καημοῦ
τὸν βρόχινό του δρόμο
γεμίζοντας. Κοιτάζει...

  Κι ὅλο ἀλλάζει στάση,
σὰν κάτι πιὸ μεγάλο της,
ἕνα ἀνυπέρβλητο,
νά ῾χει σταθεῖ
μπροστὰ σ᾿ ἐκεῖνο ποὺ κοιτάζει.
  Γέρνει λοξὰ τὸ σῶμα
παίρνει τὴν κλίση τῆς βροχῆς
―χοντρὴ σταγόνα μοιάζει―
ὅμως τὸ ἀνυπέρβλητο μπροστά τῆς πάντα.
Κι εἶναι ἡ βροχὴ σὰν τύψη.

  Κοιτάζει...
Ρίχνει τὰ χέρια ἔξω ἀπ᾿ τὰ κάγκελα
τὰ δίνει στὴ βροχὴ
πιάνει σταγόνες
φαίνεται καθαρὰ ἡ ἀνάγκη
γιὰ πράγματα χειροπιαστά.

  Κοιτάζει...
Καί, ξαφνικά,
σὰν κάποιος νὰ τῆς ἔγνεψε «ὄχι»,
κάνει νὰ πάει μέσα.
Ποῦ μέσα ―
μετέωρη ὡς ἐξεῖχε στὴ βροχὴ
καὶ μόνη
πάνω σ᾿ ἕνα ἀκυβέρνητο μπαλκόνι.

ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ

Περιμένω. Σὲ φουαγιὲ θεάτρου.
Ὥσπου ν᾿ ἀρχίσει ἡ παράσταση
βλέπω τί παίζεται πλαγίως
ἐντὸς ἐνυδρείου ποὺ διασκεδάζει
τὴν ἀναμονή.

Τετράγωνο περίπου σὰν κουτὶ
παπουτσιῶν στὸ νούμερο τῆς ὑπερβολῆς.
Σὲ γωνία σφηνωμένο γιὰ νὰ γεύονται
διπλὴ ἀσφυξία οἱ τοῖχοι.
Μικρὰ ψαράκια ὅσο τὸ χρυσαφὶ τοῦ ἥλιου
ἐπάνω σὲ χρυσόμυγας ξεριζωμένο βόμβο
τρέχουν πανικόβλητα. Σκυλόψαρο τζάμι τὰ κυνηγᾷ.
Νᾶνος βυθός. Τὸν γαργαλάει εὔκολα
μὲ τὰ κοντά της δαχτυλάκια ἡ ἐπιφάνεια.

Συνθλίβεται ἡ πλεύση συχνὰ
στὶς συμπληγάδες πέτρες-χαλίκι
εὕρημα στεριανό.
Κάθε τόσο ἀγωγὸς κρυμμένος στέλνει
βίαιο ἀέρα φουρτουνιάζει κάπως ἡ ἀνία
φύκια ξεμαλλιάζονται μὲ πλαστικὸν
ὀλοφυρμό. Γιὰ λίγο
καταποντίζεται ἡ ὁρατότης. Ὥσπου
μισοπνιγμένη τὴν τραβᾶνε κατὰ πάνω
κάτι φυσαλίδες ὀξυγόνου μικρὲς
σὰν καρφίτσας κεφαλάκι ποὺ βγαίνουν
ἀπὸ τῶν ματιῶν μου τὴ λιγοστὴ φιάλη.

Τί λυπᾶσαι, χρυσόψαρα εἶναι
οὔτε ποὺ γνώρισαν θάλασσα ποτέ τους.

Καὶ μεῖς πόσο τάχα γνωρίσαμε;
Κι ὅμως τὸ νοσταλγοῦμε αὐτὸ τὸ διόλου.


ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ

Ὅλα τὰ ποιήματά μου γιὰ τὴν ἄνοιξη
ἀτέλειωτα μένουν.

Φταίει ποὺ πάντα βιάζεται ἡ ἄνοιξη,
φταίει ποὺ πάντα ἀργεῖ ἡ διάθεσή μου.

Γι᾿ αὐτὸ ἀναγκάζομαι
κάθε σχεδὸν ποίημά μου γιὰ τὴν ἄνοιξη
μὲ μιὰ ἐποχὴ φθινοπώρου
ν᾿ ἀποτελειώνω.

ΔΙΑΛΟΓΟΣ
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΜΕΝΑ ΚΑΙ ΣΕ ΜΕΝΑ

Σοῦ εἶπα:
- Λύγισα.
Καὶ εἶπες:
- Μὴ θλίβεσαι.
Ἀπογοητεύσου ἥσυχα.
Ἤρεμα δέξου νὰ κοιτᾷς
σταματημένο τὸ ρολόι.
Λογικὰ ἀπελπίσου
πῶς δὲν εἶναι ξεκούρδιστο,
ὅτι ἔτσι δουλεύει ὁ δικός σου χρόνος.
Κι ἂν αἴφνης τύχει
νὰ σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης,
μὴ ριψοκινδυνέψεις νὰ χαρεῖς.
Ἡ κίνηση αὐτὴ δὲν θά ῾ναι χρόνος.
Θά ῾ναι κάποιων ἐλπίδων ψευδορκίες.
Κατέβα σοβαρή,
νηφάλια αὐτοεκθρονίσου
ἀπὸ τὰ χίλια σου παράθυρα..
Γιὰ ἕνα μήπως τ᾿ ἄνοιξες.
Κι αὐτοξεχάσου εὔχαρις.
Ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς,
γιὰ τὰ φθινόπωρα, τὰ κύκνεια,
τὶς μνῆμες, ὑδροροὲς τῶν ἐρώτων,
τὴν ἀλληλοκτονία τῶν ὠρῶν,
τῶν ἀγαλμάτων τὴν φερεγγυότητα,
ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς
γι᾿ ἀνθώπους ποὺ σιγὰ-σιγὰ λυγίζουν,
τὸ εἶπες.

ΚΟΝΙΑΚ ΜΗΔΕΝ ΑΣΤΕΡΩΝ

Χαμένα πᾶνε ἐντελῶς τὰ λόγια τῶν δακρύων.
Ὅταν μιλάει ἡ ἀταξία ἡ τάξη σωπαίνει
-ἔχει μεγάλη πεῖρα ὁ χαμός.
Τώρα πρέπει νὰ σταθοῦμε στὸ πλευρὸ
τοῦ ἀνώφελου.
Σιγὰ σιγὰ νὰ ξαναβρεῖ τὸ λέγειν της ἡ μνήμη
νὰ δίνει ὡραῖες συμβουλὲς μακροζωϊας
σὲ ὅ,τι ἔχει πεθάνει.

Ἂς σταθοῦμε στὸ πλευρὸ ἐτούτης τῆς μικρῆς
Φωτογραφίας
ποὺ εἶναι ἀκόμα στὸν ἀνθὸ τοῦ μέλλοντός της:
νέοι ἀνώφελα λιγάκι ἀγκαλιασμένοι
ἐνώπιον ἀνωνύμως εὐθυμούσης παραλίας.
Ναύπλιο Εὔβοια Σκόπελος;
Θὰ πεῖς
καὶ ποὺ δὲν ἦταν τότε θάλασσα.



ΠΕΡΑΣΑ

Περπατῶ καὶ νυχτώνει.
Ἀποφασίζω καὶ νυχτώνει.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.


Ὑπῆρξα περίεργη καὶ μελετηρή.
Ξέρω ἀπ᾿ ὅλα. Λίγο ἀπ᾿ ὅλα.
Τὰ ὀνόματα τῶν λουλουδιῶν ὅταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οἱ λέξεις καὶ πότε κρυώνουμε.
Πόσο εὔκολα γυρίζει ἡ κλειδαριὰ τῶν αἰσθημάτων
μ᾿ ἕνα ὁποιοδήποτε κλειδὶ τῆς λησμονιᾶς.
Ὄχι δὲν εἶμαι λυπημένη.


Πέρασα μέρες μὲ βροχή,
ἐντάθηκα πίσω ἀπ᾿ αὐτὸ
τὸ συρματόπλεγμα τὸ ὑδάτινο
ὑπομονετικὰ κι ἀπαρατήρητα,
ὅπως ὁ πόνος τῶν δέντρων
ὅταν τὸ ὕστατο φύλλο τοὺς φεύγει
κι ὅπως ὁ φόβος τῶν γενναίων.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.


Πέρασα ἀπὸ κήπους, στάθηκα σὲ συντριβάνια
καὶ εἶδα πολλὰ ἀγαλματίδια νὰ γελοῦν
σὲ ἀθέατα αἴτια χαρᾶς.
Καὶ μικροὺς ἐρωτιδεῖς, καυχησιάρηδες.
Τὰ τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σὲ νύχτες μου καὶ ρέμβασα.
Εἶδα πολλὰ καὶ ὡραῖα ὄνειρα
καὶ εἶδα νὰ ξεχνιέμαι.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.


Περπάτησα πολὺ στὰ αἰσθήματα,
τὰ δικά μου καὶ τῶν ἄλλων,
κι ἔμενε πάντα χῶρος ἀνάμεσά τους
νὰ περάσει ὁ πλατὺς χρόνος.
Πέρασα ἀπὸ ταχυδρομεῖα καὶ ξαναπέρασα.
Ἔγραψα γράμματα καὶ ξαναέγραψα
καὶ στὸ θεὸ τῆς ἀπαντήσεως προσευχήθηκα ἄκοπα.
Ἔλαβα κάρτες σύντομες:
ἐγκάρδιο ἀποχαιρετιστήριο ἀπὸ τὴν Πάτρα
καὶ κάτι χαιρετίσματα
ἀπὸ τὸν Πύργο τῆς Πίζας ποὺ γέρνει.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη ποὺ γέρνει ἡ μέρα.

Μίλησα πολύ. Στοὺς ἀνθρώπους,
στοὺς φανοστάτες, στὶς φωτογραφίες.
Καὶ πολὺ στὶς ἁλυσίδες.
Ἔμαθα νὰ διαβάζω χέρια
καὶ νὰ χάνω χέρια.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.


Ταξίδεψα μάλιστα.
Πῆγα κι ἀπὸ ἐδῶ, πῆγα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ...
Παντοῦ ἕτοιμος νὰ γεράσει ὁ κόσμος.
Ἔχασα κι ἀπὸ ἐδῶ, ἔχασα κι ἀπὸ κεῖ.
Κι ἀπὸ τὴν προσοχή μου μέσα ἔχασα
κι ἀπὸ τὴν ἀπροσεξία μου.
Πῆγα καὶ στὴ θάλασσα.
Μοῦ ὀφειλόταν ἕνα πλάτος. Πὲς πῶς τὸ πῆρα.
Φοβήθηκα τὴ μοναξιὰ
καὶ φαντάστηκα ἀνθρώπους.
Τοὺς εἶδα νὰ πέφτουν
ἀπὸ τὸ χέρι μιᾶς ἥσυχης σκόνης,
ποὺ διέτρεχε μιὰν ἡλιαχτίδα
κι ἄλλους ἀπὸ τὸν ἦχο μιᾶς καμπάνας ἐλάχιστης.
Καὶ ἠχήθηκα σὲ κωδωνοκρουσίες
ὀρθόδοξης ἐρημιᾶς.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.


Ἔπιασα καὶ φωτιὰ καὶ σιγοκάηκα.
Καὶ δὲν μοῦ ἔλειψε οὔτε τῶν φεγγαριῶν ἡ πεῖρα.
Ἡ χάση τοὺς πάνω ἀπὸ θάλασσες κι ἀπὸ μάτια,
σκοτεινή, μὲ ἀκόνισε.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.


Ὅσο μπόρεσα ἔφερ᾿ ἀντίσταση σ᾿ αὐτὸ τὸ ποτάμι
ὅταν εἶχε νερὸ πολύ, νὰ μὴ μὲ πάρει,
κι ὅσο ἦταν δυνατὸν φαντάστηκα νερὸ
στὰ ξεροπόταμα
καὶ παρασύρθηκα.


Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Σὲ σωστὴ ὥρα νυχτώνει.

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2016

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ (Χρωμοτραύματα)




ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Θα πάψω πια να γράφω ποιήματα
έριξες το χρυσό σου δαχτυλίδι μες στη
                               θάλασσα
στην αμμουδιά με το νεκρό κρανίο
κι όλα τα βουλιαγμένα καράβια βγήκαν
                              στον αφρό
κι ο καπετάνιος ζωντανός
κι οι ναύκληροι να χαμογελάνε

είπα θα πάψω πια να γράφω ποιήματα

και στο παράθυρο του σπιτιού μου του προγονικού
ο πατέρας και η μητέρα μου
κουνάνε τα μαντήλια τους και χαιρετάνε

τα ποιήματά μου όμως δε μπόρεσαν να
                           τα διαβάσουν
έχουν ξεχάσει να διαβάζουν
λένε το κάπα άλφα και το δέλτα έψιλον
και συ μου είπες ψέμματα
στον τόπο αυτό του κόκκινου γελαστού
                              κρανίου με ξεγέλασες
γι' αυτό κι εγώ σε γέλασα
και με πιστέψατε

κατάρα με τις εφτά σκιές

πάντα θα γράφω ποιήματα


Η ΛΑΜΨΗ

- Πετάς ; τον ρώτησε αυτός που κρατούσε το μαχαίρι.
Ο άλλος σιγά - σιγά δεν πάταγε πια το χώμα, σιγά - σιγά
είχε σηκωθεί κάπου μισό μέτρο πάνω από την γη.
- Όμως - είπε ο πρώτος :
Εγώ μπορώ κι έτσι που ανεβαίνεις να στο
καρφώσω το μαχαίρι.
Και τότε με μια λάμψη ο άλλος και μ' ένα
σφύριγμα εκκωφαντικό σα σφαίρα πυροβόλου
χάθηκε, εξαφανίστηκε μέσα στο διάστημα.

Έκπληκτος κοίταζε ο απομείνας
το άχρηστο πια χέρι του.

(ποιήματα από την ποιητική συλλογή του ΜΙΛΤΟΥ ΣΑΧΤΟΥΡΗ "Χρωμοτραύματα".
                                              Εκδόσεις Γνώση - 1982)

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ - ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ



ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ

                                         Οδυσσέας Ελύτης


Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,
μόνος,στόν Παράδεισο

Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός

Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.


ΙΙ.

Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουσαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μιά στόν αέρα , μιά στή μουσική

Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο , τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά

Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.


ΙΙΙ.

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά --κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ
Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.

ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς
Είμ’εγώ,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,μ’ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς
Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς
Νά μάς θάψουν , κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,μ’ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει

Στά νερά ένα ένα , μ’ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες
Τών Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς
Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα , δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς

Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.

V.

Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους
Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό

Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι

Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης

Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή

Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια

Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.


VI.

Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
τής θάλασσας

Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί

Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !

Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !


VII.

Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό
και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδεισο.

εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ και ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ


Από το Αρχείο Ν. Βρεττάκου στην Σπάρτη

"Ο Γιάννης Ρίτσος αφιερώνει στον Νικηφόρο Βρεττάκο."

........................................

Νικηφόρε
Σε περιμένει ο αδερφός ο  Ταΰγετος
Σε περιμένει η Ελλάδα
Σε περιμένουμε



Το χρώμα της ελιάς λίγο – λίγο
Γυρίζει πιότερο προς το τεφρό
Που λείπεις



Στο κυπαρίσσι σκαλισμένο τ’ όνομα σου
Με τον παλιό  παιδικό σου σουγιά
Μαλώνει που λείπεις



Ένα σύννεφο με «αναμμένα ρόδα»
Στο λιόγερμα της Μάνης
Μαδάει στα τζάμια του σπιτιού σου
Που λείπεις



Ένας μικρός άγγελος
Σκυμμένος στο λαιμό του μοσκαριού σου
Κλαίει
Που λείπεις



Όμως εσύ Νικηφόρε δεν λείπεις
Παιδιά με φυσαρμόνικες της τσέπης
Σε τραγουδάνε τα’ ανοιξιάτικα βράδια
Τα στάχια ταλανίζουν απ’ τον ίσκιο σου
Καθώς ανηφορίζεις τα χαράματα
Με μια ανθοδέσμη αστέρια στο δεξί σου χέρι
Συνομιλώντας άφωνα
Με το πνεύμα
Του απερχομένου ηλίου



Όσα τραγούδησες σε τραγουδάνε
Δε λείπεις
 


Πάντα παρόν στο πόστο σου
Στη μέσα πύλη της Ελλάδας
Ορθός
Με τη λόγχη του στίχου σου
Ευγενικός δακρυσμένος φρουρός
Της Ποίησης και της Ελευθερίας.

                                                                      Γιάννης Ρίτσος

Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

ΚΗΡΗΘΡΕΣ - ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ



(αποσπασματικά ποιήματα από την συλλογή ΚΗΡΗΘΡΕΣ)

Τρέξε, πριν με βάλουνε
στο χώμα, ω Έρωτά μου,
να οραματισθείς βαθιά
στα μάτια τα νεκρά μου,

που θα λαχταρίζουνε
ορθάνοιχτα ακόμα
τα χρυσά σου τα μαλλιά
και τ' ασημένιο χρώμα

και δακρυών χιονόνερο
στερνό θε ν' απολύσουν,
τη θολήν εικόνα σου
ν' ακριβοκαθαρίσουν,

όχι νάν τη σβύσουνε,
γιατί άλυωτη θα μένη
στο πετράδι των ματιών διαμαντοσκαλισμένη!

................................................

- Σκιά τι μ' έκοψες το δρόμο ;
Η αχνάδα σου πάνω σου σκύβει
και μου λυγά τον μαύρον ώμο
σαν ένα σώμα από μολύβι !

- Αγάπα με. Είμαι τ' όνειρό της
το αίμα της μ' έχει κοκκινίσει
και ιδρώς από το μέτωπό της,
για μια στιγμή έχω ξεγλυστρήσει,

για νάρθω να με δεις και κρίνεις
σε με για σένα τι υποφέρει !
Και τόσα απ' τα νερά της λίμνης
φεύγω και σβύνω κάθε αστέρι

και πάω ν' ανοίξω της πετώντας
νέα μνήματα μεσ' τη(ν) ψυχή της,
ως που η αυγή λευκή φωτώντας
μαύρη με κάνει συλλογή της !

- Σε μένα - ω - μείνε ακόμα, ακόμα
και εμέ το νου να χιλιοσκάψεις
ή πάρε μου όλο μου το σώμα
μεσ' την ψυχή της να το θάψεις !

..........................................................

ΜΟΝΟ

Μόνο να στέκω απέναντί σου,
- εάν μπορώ να στέκω ορθός -
να θάβεται στην αρετή σου
νεκρός της σάρκας μου ο βυθός

κι όντας για με συ αιώνιος γρίφος,
σαν σβύνει ο ήλιος μακριά,
μεσ' στο νειοξύπνητό σου στήθος
να πέφτει μόνο μου η σκιά !

............................................................

ΓΙΑ ΠΕΙΣΜΑ

Αντί στο πόδι μου να λυώνω,
θέλω να βράζει μου η ψυχή
και με τα χείλη ν' αγκυλώνω
το πλέον σαρκικό κορμί

και τρελλαμένος να του λέγω
στης συνειδήσεως τον χαμό :
"από το πείσμα μου εγώ κλαίγω
δεν σ' αγαπάω, σ' επιθυμώ!".


.................................................................

ΤΕΛΟΣ

Τα πόδια μου αιμοστάζουν απ' το δρόμο
και ο ανασασμός πληθαίνεται στα χείλη,
γύρε να δεις τον άγριό σου νόμο !
απ' το νερό που ήπιαμε ένα δείλι
σκυμμένοι στο τρεχάμενο τ' αυλάκι
επήρα, ω Λήθη κι' έφκιασα φαρμάκι !

.....................................................................



Στ' αλύγιστά σου στήθη, οπού κανένα
μολυσμού δεν τα τόνισε τ' αγέρι,
που τα βλέπει κι ακούει ωριμασμένα
ο καθρέφτης σου μόνο και το χέρι,

της παρθενιάς τα νέφη να χωρίσω !
με δύναμη χίλιων χαλκών ασπίδων
απονήρευτος δράκος να φρουρήσω
τα μήλα τα χρυσά των Εσπερίδων !

Ω ! κι' όταν σκουλαρήκια  το Φεγγάρι
κρεμά του μοσκανανθρεμμένου θύμου
στα δέντρα κυνηγώντας κάποια Χάρη,

να σέρνουμε !..... χωρίς να σου μιλάνε
τα χείλη μου, όπου θάτρεμε η ψυχή μου,
λευκά την παρθενιά σου να φιλάνε !




Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ




Από την ποιητική συλλογή "Λυσιτελής πόθος"

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ

Υπάρχουν πράγματα που ακόμα
θέλω να κρατάω κρυφά
υπάρχουν πρόσωπα που δεν κατονομάζω
μ' όλο που συνεχώς απομακρύνονται
κι ούτε που θα' ταν τρομερό
αν αποκάλυπτα τα πάντα
μόνο που η αποσιώπηση
είναι κι αυτή ένα φάρμακο
για την καταπολέμηση της λήθης.


ΠΟΛΛΑΠΛΟΙ ΚΟΣΜΟΙ

Δεν φτάνει μία μόνο γλώσσα
για να χειρίζεσαι τα πράγματα
και πιο πολύ δεν φτάνει
για να κρατήσεις, να χάσεις έναν άνθρωπο.
Προπάντων δεν φτάνει μοναχή της
η γλώσσα του κορμιού στον έρωτα
χρειάζονται δύο και τρεις και παραπάνω
γλώσσες με λόγια, με σχέδια,
με χρώματα, με μουσική.
Γνωρίζουμε, ψηλαφούμε, γνωριζόμαστε
μέσα σε κόσμους πολλαπλών γλωσσών.


ΟΠΩΣ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Ήταν κι εκείνη όπως η θάλασσα
δεν παραδόθηκε ποτέ στον ήλιο
ούτε νοιαζόταν να τον σαγηνεύσει.
Ωραία γινόταν λίγο πριν απ' την ανατολή
ή λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα.

ΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

Ένας έρωτας γεννιέται μες στον έρωτα
μεγαλώνει μες στα σπλάχνα του
απλώνεται στον χώρο του, τον κατοικεί
επιθυμεί διάρκεια, διεκδικεί χρόνο
κυριαρχεί, απολαμβάνει την υπεροχή του
και μόλις αρκεστεί στα κεκτημένα
άλλος έρωτας γεννιέται μες στα σπλάχνα του
μεγαλώνει, απλώνεται στο χώρο του
απειλεί να τον κατασπαράξει.
Όμως οι έρωτες κάποτε παύουν
να τρέφονται με σάρκες ανταγωνιστών
ανταλλάσσουν μόνο πέτρινα ομοιώματα
που μένουν αναλλοίωτα μέσα στις φθορές
που συνυπάρχουν χωρίς άσκοπες εχθρότητες
περίπου φιλικά, όπως οι προτομές
αντιπάλων ηγετών στα νεκροταφεία.



ΣΥΝΕΠΑΦΕΣ

Δίχως άγγιγμα και γνώση του αλλουνού κορμιού
οι άνθρωποι δεν μοιράζονται τα μυστικά τους.
Όταν οι άνθρωποι δεν έχουν άλλα πια ν' αποκαλύψουν
άπληστοι κι έρημοι προφασίζονται το σμίξιμο σωμάτων.

ΑΝΤΟΧΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Ίσως από το σώμα
εκείνο που περισσότερο ξεχνιέται
να είναι η ηδονή.

ΕΤΗ ΦΩΤΟΣ

Οι απέραντες εκτάσεις μετρημένες
μ' έτη φωτός δεν μου λένε τίποτα.
Εσύ ήσουνα λίγα μέτρα μακριά
και δεν μπορούσα να σ' αγγίξω
σαν απλησίαστο απλανή αστέρα.

Η ΣΑΡΚΑ

Η σάρκα μου
πάντα πονάει στα χτυπήματα
πάντοτε χαίρεται στα χάδια.
Ακόμα τίποτα δεν έμαθα.



ΑΦΘΑΡΣΙΑ ΤΗΣ ΥΛΗΣ

Λέξεις που δεν ειπώθηκαν,
μ' έναν νυχτερινό απόηχο μονάχα, μάταιες,
αισθήματα ρευστά που πρόσκαιρα
υποτάσσονταν στο σχήμα του κορμιού,
διαβατικές γυναίκες, επιθυμίες
ακόρεστες κι όμως χωρίς αντίκρισμα
(ίσως και δίχως θέληση να υπάρξουν...)

Τόσα όστρακα νεκρά και πετρωμένα
σκεπάζοντας σιγά - σιγά τη γλώσσα
τους βρόγχους, τα πλεμόνια,
σκεπάζοντας τα ύφαλα
αυτού του εγκαταλελειμμένου πλοίου.

ΠΡΟΦΑΣΗ

Ξεκίνησα να γράψω κάτι
μα το ξέχασα.
Δεν υπήρχε τίποτ' άλλο
από σένα.

ΠΟΙΝΗ

Κάθε που θέλω να τιμωρήσω τον εαυτό μου
λιγοστεύω τις φορές που σε κοιτάω.

CAUSA

Κάθε που ξημερώνει
μισώ τη μέρα
που μ' εμποδίζει
να σε σκέφτομαι.

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ

Ξεριζώνω τις λέξεις μία - μία
απ' το λαρύγγι μου.
Αν στάζουν αίμα
τύλιξ' τες στο μαντήλι σου
τύλιξ' τες με μπαμπάκι
ή πάλι πιάσε τις με τη λαβίδα
και πές :
" Έτσι τα λέει,
για εντύπωση".
Κάνε επιτέλους ότι θες.
Όμως δεν φτάνει πια η σιωπή
δεν φτάνουν πια τα λόγια.
Ξεριζώνω μία - μία σκέτες λέξεις
και σου τις στέλνω.

ΜΕΓΑΛΟ ΓΡΑΜΜΑ
XIV

Έγινε ξαφνικά
όπως ξαφνικά έρχεται η άνοιξη.

Μιλούσα γι' αγάπη
κι η αγάπη ήσουν εσύ
μιλούσα για το φιλί
και το φιλί ήσουν εσύ,
με τ' όνομά σου,
τη διεύθυνση του σπιτιού σου,
το δειλινό χαμόγελο
που μόνο εγώ μπορούσα να το βλέπω.
Πώς να υπάρξει τώρα
εκείνο το χαμόγελο
όταν κανείς δεν το καταλαβαίνει ;
(Μα  κι αν το καταλάβει
θα πάψει πια να' ναι το ίδιο.)
Πώς να υπάρξει εκείνη η μουσική
που μου ζητούσες να σφυράω ;
Πόσες φορές την εμπιστεύτηκα
στον νυχτερινό άνεμο
στα κουρασμένα ηλεκτρικά.
Την άκουσες ποτέ ;
Ήταν για σένα.
Δεν το παραδεχόμουνα.
Μα ήταν.



.................................................
Όπου μ' άγγιζες πονούσα.
Όπου δεν μ' άγγιζες
πονούσα.
Και μέσα μου φούσκωναν ολόκλειστα
τα δικά μου τα ποτάμια
που θα μπορούσα να ποτίσουν
όλα τα λησμονημένα περιβόλια.













ΝΗΣΩ

 Από τα τέλη Ιουλίου 2021 κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία της Αθήνας : το πρώτο μυθιστόρημά μου με τίτλο " ΝΗΣΩ " από τις Εκδόσεις ΜΑΡ...